ὑικόν

ὑικόν
ὑϊκόν , ὑικός
of
masc acc sg
ὑϊκόν , ὑικός
of
neut nom/voc/acc sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • υϊκός — και ὑεικός, ή, όν, Α [ὗς] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στους χοίρους, γουρουνήσιος 2. το θηλ. ως ουσ. ἡ ὑϊκή φόρος που επιβαλλόταν στους κατόχους χοίρων 3. φρ. α) «πάσχω τι ὑϊκόν» υφίσταμαι κάτι το χυδαίο, το ποταπό (Ξεν.) β) «ὑεικόν τι… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”